Ένα κομμάτι της ιστορίας το οποίο πρακτικά δεν έχει καταγραφεί περιγράφει ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Κυρίμης, συγγραφέας του βιβλίου «Τα Καταφύγια της Αττικής: Μια περιήγηση στη μυστική, υπόγεια Αττική», το οποίο παρουσιάζεται σήμερα Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου, σε εκδήλωση στον Πολυχώρο Δημαρχείου Παλαιού Φαλήρου.
Στο πλαίσιο μιας έρευνας που ξεκίνησε από προσωπικό ενδιαφέρον, ο συγγραφέας επισκέφθηκε παλαιά καταφύγια της Αττικής, αναδεικνύοντας μια άγνωστη, υπόγεια πλευρά της περιοχής, κρυμμένη μέσα σε σκοτεινούς θαλάμους και υπόγειες στοές που έχουν ξεχαστεί από τους κατοίκους και από τον χρόνο- μια πραγματική «μυστική Αττική», η οποία φέρνει στο νου «ζωντανή» τη δύσκολη και οδυνηρή για τη χώρα μας περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως δήλωσε ο κ. Κυρίμης , η έρευνα προκύπτει από το προσωπικό του ενδιαφέρον για τη στρατιωτική ιστορία. «Από το 2004 γράφω σε περιοδικά του χώρου, και παράλληλα μου άρεσε να εξερευνώ οτιδήποτε είναι μυστήριο, περίεργο, κτλ, στο πλαίσιο του αποκαλούμενου “urban exploration”. Ξεκινώντας να μαθαίνω για τα καταφύγια, άρχισα να πηγαίνω σε κάποια από προσωπικό ενδιαφέρον και διαπίστωσα στην πορεία ότι δεν υπάρχουν σχεδόν πουθενά πληροφορίες. Οπότε θεώρησα ότι είναι λίγο αδικία αυτό το κομμάτι της ιστορίας να μην έχει καταγραφεί, και έτσι ξεκίνησα να κάνω πιο οργανωμένη δουλειά, με βιντεοσκόπηση, φωτογράφηση, χαρτογράφηση - επειδή δεν υπάρχουν πουθενά χάρτες- και ξεκίνησα να τα δημοσιεύω σε περιοδικό που συνεργάζομαι. Με το πέρασμα του χρόνου κατάφερα να μαζέψω αρκετά στοιχεία, και μου πρότειναν να τα κάνω βιβλίο, όπου θα ήταν πιο συγκεντρωμένα και θα μπορέσουν να διατηρηθούν και με την πάροδο του χρόνου».
Η έρευνα διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, και ο συγγραφέας συνεχίζει να ψάχνει: «Ιδεατά θα ήθελα να κάνω 2ο τόμο, μακροπρόθεσμα, ή εμπλουτισμένο 1ο τόμο, μεσοπρόθεσμα».
Οι τρεις περίοδοι των καταφυγίων
Ο κ. Κυρίμης αναφέρει ότι τα καταφύγια χωρίζονται σε τρεις περιόδους, με φθίνουσα βαρύτητα: Την περίοδο 1936-1940 (επί διακυβέρνησης Ιωάννη Μεταξά), την περίοδο της Κατοχής (1941-1944) και την περίοδο των αρχών του Ψυχρού Πολέμου (1950-1960).
Η πλέον «δραστήρια» στο αντικείμενο είναι η πρώτη: Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, σε βιβλίο του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου αναφέρεται ότι πριν την είσοδο της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν στην Αττική 400 δημόσια καταφύγια και 12.000 ιδιωτικά. «Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε καταλάβει ότι επίκειται πόλεμος, καθώς και τον ρόλο που θα έπαιζε το αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο, οπότε στο σχέδιο πολιτικής προστασίας τα καταφύγια αποτελούσαν σημαντική συνιστώσα. Έφτιαξε νόμο που απαγόρευε την ανέγερση κτίσματος στην Αττική χωρίς καταφύγιο από το 1938 και μετά και παράλληλα έχτισε πολλά δημόσια καταφύγια, ενώ ό,τι μπορούσε από παλιές στοές, μεταλλεία, ό,τι τρύπα υπήρχε, προσπάθησε να την αξιοποιήσει και οχυρώσει ως καταφύγιο».
Όσον αφορά στη δεύτερη περίοδο, περιλαμβάνει τα γερμανικά καταφύγια της περιόδου της Κατοχής: «Οι Γερμανοί είχαν φόβο για συμμαχική απόβαση, οπότε είχαν οχυρώσει τις ακτές- και στο πλαίσιο αυτών των έργων, σε κάθε οχυρωμένη περιοχή, στο κέντρο της υπήρχε καταφύγιο. Για αυτό και τέτοια καταφύγια συναντάμε σε παραλιακές περιοχές, όπως η Βούλα, η Γλυφάδα και η Ραφήνα, ενώ υπάρχουν και μικρότερα καταφύγια σε αμυντικές τοποθεσίες κοντά σε αεροδρόμια, όπως στη Δεκέλεια και το Ελληνικό». Δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα ο αριθμός των καταφυγίων αυτών, ωστόσο όπως αναφέρει ο κ. Κυρίμης βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι ήταν πολύ καλά κατασκευασμένα: «Σε κάποια μπαίνεις και νομίζεις ότι χτίστηκαν χθες».
Περνώντας στην τρίτη περίοδο (1950-1960), ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η έννοια του καταφυγίου και ο φόβος του άμεσου πολέμου είχε υποβαθμιστεί μεν, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. «Ενώ δεν υπήρχε συγκεκριμένη κρατική πρόνοια, κάποιες κοινωνικές ομάδες- ελίτ είχαν μεριμνήσει για τη δημιουργία καταφυγίων στις πολυκατοικίες που έχτιζαν ή στα σπίτια τους. Το πνεύμα ήταν τελείως αντίθετο από την περίοδο 1936-1940, όταν τα καταφύγια...διαφημίζονταν κιόλας (“ελάτε στο τάδε κομμωτήριο, όπου υπάρχει δυνατό καταφύγιο”), ενώ γίνονταν επίσης συχνές ασκήσεις και γυμνάσια, και υπήρχε πολύ καλή οργάνωση».
Όσον αφορά στη σημερινή περίοδο, ο κ. Κυρίμης επισημαίνει ότι καταφύγια με την παλιά έννοια δεν υπάρχουν πλέον, καθώς αντικατοπτρίζουν μια διαφορετική φιλοσοφία, μιας άλλης εποχής όσον αφορά στις αεροπορικές επιδρομές, που χαρακτηρίζονταν από μεγάλους αριθμούς αεροσκαφών και χαμηλή ακρίβεια, με ρίψη μεγάλων αριθμών βομβών – πλέον, τα σύγχρονα όπλα έχουν αλλάξει τα δεδομένα, τόσο από πλευράς στόχευσης όσο και απόστασης και χρόνου αντίδρασης. Επίσης, συμπληρώνει, είναι διαφορετικά τα πληθυσμιακά μεγέθη, καθώς στην Αθήνα του σήμερα, με τα 5 εκατ. κατοίκους, είναι πρακτικά αδύνατη η κατασκευή επαρκών καταφυγίων. «Πρόκειται για ξεπερασμένο μέσον πολιτικής προστασίας. Τα στρατιωτικά, βέβαια, είναι άλλο ζήτημα».
Τι συμβαίνει λοιπόν με τα καταφύγια του χθες στην Αττική του σήμερα; Τα περισσότερα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, φαίνονται να χρησιμοποιούνται ως αποθήκες ή χώροι ανάλογης χρήσης. «Με εξαίρεση ένα, στην Κοραή 4 (κτίριο Εθνικής Ασφαλιστικής), που χρησιμοποιείται ως χώρος Ιστορικής Μνήμης, καθώς εκεί βρίσκονταν επί Κατοχής τα κρατητήρια Αθηνών, τα πιο πολλά έχουν γίνει αποθήκες, ιδίως τα ιδιωτικά, αλλά ακόμα και τα πιο μεγάλα , όπως το κτίριο της Attica, που είχε το πιο ισχυρό καταφύγιο ως πρώην κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατο, που έχει γίνει επίσης αποθήκη. Σε αντίστοιχη μοίρα βρίσκονται πάρα πολλά, και όλα σχεδόν τα ιδιωτικά που βρίσκονται σε πολυκατοικίες. Πολλά ήταν αυτά που εξαφανίστηκαν λόγω δόμησης και αστικής εξέλιξης, ενώ πολλά ήταν αυτά που σφραγίστηκαν και τσιμεντώθηκαν: οπτικά υπάρχουν ακόμα ίχνη, αλλά δεν είναι δυνατή η πρόσβαση. Υπάρχει ένα μικρό ποσοστό «ενεργών» τα οποία όμως είναι εξαιρετικά επικίνδυνα , καθώς είναι εγκαταλειμμένα».
Όσον αφορά στο ποιος διαχειρίζεται αυτά τα καταφύγια, ο κ. Κυρίμης επισημαίνει ότι πρόκειται για χώρους αμφιβόλου «πατρότητας», καθώς υπάρχει σύγχυση για την ιδιοκτησία: «Επίσημος αρμόδιος φορέας είναι η ΕΛΑΣ, και συγκεκριμένα ο τομέας ΠΑΜ-ΠΣΕΑ (Παλλαϊκή Άμυνα- Πολιτικός Σχεδιασμός Εκτάκτου Ανάγκης), ενώ αντίστοιχη υπηρεσία έχει και το Λιμενικό για κάποια καταφύγια του Πειραιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1980 και το 1990 υπήρχε πιο ενδελεχής έλεγχος για την κατάσταση των καταφυγίων. Από το '90 και μετά ωστόσο έχει ατονήσει πάρα πολύ. Τα δε γερμανικά, αυτά είναι τελείως χαμένα, δεν ασχολείται κανείς. Όσα είναι σε ελεύθερο χώρο έχουν διαλυθεί. Όσα ήταν σε πιο ελεγχόμενο χώρο είναι σε καλύτερη κατάσταση, χωρίς να έχει την πατρότητα κάποιος. Άτυπα, αυτό που ισχύει είναι ότι όποιος έχει το κτήμα έχει και το καταφύγιο, και κάποια- αρκετά- έχουν γίνει κάβες και στάβλοι».
Καταλήγοντας, ο κ. Κυρίμης εκφράζει την άποψη ότι καλό θα ήταν κάποιος φορέας να ασχοληθεί με την καταγραφή και την αξιοποίηση των καταφυγίων: «Στο εξωτερικό τα χρησιμοποιούν ως εκθεσιακούς χώρους, μουσεία, ακόμα και καφέ. Καλό θα ήταν να τα αναδείξουν ως ιστορικά εκθέματα. Υπάρχουν κάποια ελάχιστα παραδείγματα, αλλά δεν είναι στην Αττική, (πχ στη Μήλο και στην Πάτρα). Στην Αττική δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο».
Παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στον Πολυχώρο Δημαρχείου Παλαιού Φαλήρου (Τερψιχόρης 51& Αρτέμιδος) σήμερα Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου. Η παρουσίαση τελείται υπο την αιγίδα του Δήμου Παλαιού Φαλήρου. Σημειώνεται πως το βιβλίο αποτελεί προϊόν αυτοέκδοσης, οπότε δεν θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία- όποιος ενδιαφέρεται να το αποκτήσει, μπορεί να απευθυνθεί στον συγγραφέα, στο email kkirimis@otenet.gr.
Κέρδος